ναυτίς

ναυτίς
ναυτίς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναυτίς — ναυτίς, ίδος και ναῡτις, ιδος, ἡ (Α) θηλ. τού ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + επίθημα ίς (πρβλ. μετρητ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ναυτίδας — ναυτίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”